- υδρίδιο
- το, Νχημ. συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων στις οποίες ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου είναι ενωμένα με ένα άτομο μεταλλικού ή επαμφοτερίζοντος χημικού στοιχείου (α. «υδρίδιο ιοντικής κατασκευής» β. «υδρίδιο μεταλλικής κατασκευής» γ. «υδρίδιο ομοιοπολικής κατασκευής»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydride (< θ. υδρ- τού ύδωρ + κατάλ. -ίδιο*].
Dictionary of Greek. 2013.